- ιπποφορβεύς
- ἱπποφορβεύς, -έως, ό, θηλ. ἱπποφορβάς, -άδος (Α)ιπποφορβός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -φορβεύς < φέρβω «τρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱπποφορβεῖς — ἱπποφορβέω keep horses pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἱπποφορβεύς masc acc pl ἱπποφορβεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποφορβάς — ἱπποφορβάς, ἡ (Α) θηλ. τού ιπποφορβεύς* … Dictionary of Greek
ιπποφορβείο — το [ιπποφορβεύς] χώρος όπου έχει εγκατασταθεί κτηνοτροφική μονάδα εξειδικευμένη στην αναπαραγωγή ίππων, στη βελτίωση τού είδους και στη δημιουργία νέων ποικιλιών … Dictionary of Greek
ՄԱՏԱԿՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0212 Chronological Sequence: 10c գ. ἰπποφόρος, ἰπποφορβεύς, ἰπποφόρβος equorum pastor, curator. Վերակացու կամ կուտպան մատակ ձիոց, եւ ամենայն երիվարաց արօտականաց. *Եկեալ ածին փիլիպպոսի մատակպանքն ʼի կուտիցն ձի կարի մեծ յոյժ. Պտմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)